παλαμιαίος

παλαμιαίος
α, ο[ν]
1) относящийся к ладони; 2) длиной в пядь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παλαμιαίος" в других словарях:

  • παλαμιαίος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλάμη 2. αυτός που έχει το μήκος ή τις διαστάσεις μιας παλάμης, σπιθαμιαίος 3. (κατ επέκτ.) πολύ χαμηλός 4. φρ. «παλαμιαία τόξα» ονομασία δύο αρτηριακών τόξων τής παλάμης, τού επιπολής και τού εν τω… …   Dictionary of Greek

  • βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό …   Dictionary of Greek

  • παλαμικός — (I) ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλάμη, παλαμιαίος 2. φρ. «παλαμικοί μύες» δύο μύες τής παλάμης, ο μακρός και ο βραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλάμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο]. (II) ή, ό [Παλαμάς] 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»